- παλιμπλάγκτοισι
- παλίμπλαγκτοςback-drivenmasc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλίμπλαγκτος — παλίμπλαγκτος, ον (Α) [παλιμπλάζομαι] αυτός που οδηγεί προς τα πίσω ή αυτός που επιστρέφει πίσω («παλιμπλάγκτοισι δρόμοις», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek